περιποιέμαι
Смотреть что такое "περιποιέμαι" в других словарях:
περιποιούμαι — περιποιοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ και περιποιέμαι Ν βλ. περιποιώ … Dictionary of Greek
περιποιώ — περιποιῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. παρέχω, δίνω (α. «η παρουσία σας μάς περιποιεί μεγάλη τιμή» β. «σφόδρ ἄν Αρτεμισίαν πειραθῆναι περιποιῆσαι Ῥόδον αὐτῷ», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. (κυρίως το μέσ.) περιποιούμαι και περιποιέμαι α) παρέχω περιποίηση, εξυπηρετώ,… … Dictionary of Greek